Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

"Η μοναξιά είναι από χώμα", Μάρω Βαμβουνάκη

Τώρα που μπαίνουν στο παιχνίδι και άλλοι συγγραφείς, τα περιεχόμενα του blog θα αλλάξουν κατιτίς. Το Διαμαντάκι διάλεξε να περιγράψει αυτό το αγαπημένο της βιβλίο που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1988.

Πρόκειται για δεκαοκτώ επιστολές, τις οποίες γράφει ένας άντρας σε μια γυναίκα που αγαπά και με την οποία έχει χωρίσει. Το βιβλίο ξεκινά ως εξής : «θα ήθελα να κοιτάζω στον καθρέφτη χωρίς να βλέπω το είδωλό μου, τόσο καλά θα ήθελα να γνωρίζω τον εαυτό μου». Ο άντρας αυτός, τυραννισμένος από τη ζήλια και τον έρωτα, μη μπορώντας να ζήσει στην ίδια πόλη με εκείνη αλλά χωρίς εκείνη αυτοεξορίζεται σε ένα νησί, μακριά από όλους : από φίλους, από συγγενείς, από εκείνη, από την ίδια τη ζωή....
«Εγώ σε κοιτούσα στα μάτια για να δω την ψυχή σου, εσύ με κοιτούσες για να δεις πως ήταν τα μαλλιά σου» έγραφε σε μια επιστολή του και κάθε στιγμή ένιωθε την οδυνηρή απουσία της αγαπημένης του. Απομονωμένος από όλους και από όλα αρχίζει να αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες της φύσης, την ίδια τη φύση, τον άνεμο και τη δύναμη του, τη βροχή και την ομορφιά της, το Θεό και τον άνθρωπο. Θέλει να απαγκιστρωθεί από εκείνη, από τον πόνο που νιώθει, και προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι ο καθένας μπορεί να καταφέρει τα πάντα, αρκεί να το θέλει πολύ, μπορεί να καταφέρει τα πάντα, ακόμη και να περπατήσει στη θάλασσα σαν να είναι μια στερεή επιφάνεια. Προσπαθώντας να ξεχάσει τη γυναίκα εκείνη για την οποία υποφέρει τόσο πολύ πέρανε πέντε μήνες... και έρχεται η άνοιξη!

Εξασθενημένος από πυρετό, εξαντλημένος και εξοργισμένος με τον ίδιο του τον εαυτό, έχοντας πρώτα καταστρέψει τα πάντα, επιχειρεί να φύγει από το ερημητήριό του, ένα σπιτάκι σε ένα νησί στο βόρειο Αιγαίο, (ο νους, πάντως, πάει στη Σκιάθο ενός άλλου ερημίτη, του Παπαδιαμάντη). Αποφασίζει να πάει να τη βρει, να της ζητήσει να επανασυνδεθούν, κι αν αυτή δεν δεχτεί, να τη σκοτώσει! Στο λιμάνι όμως, μέσα σε μια δυνατή καταιγίδα, μέσα σε μια ατελείωτη και σιωπηλή νύχτα, γίνεται αυτό που τόσο καιρό ζητούσε....η ψυχή του καταλαγιάζει....και επιστρέφει στο σπίτι του, στον κόσμο που εκείνος έφτιαξε.

Επισκευάζει τα πάντα, όλα από την αρχή, και γράφει έτσι το τελευταίο 18ο γράμμα :

«Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα! Και θα λυτρωθώ από σένα αγαπώντας σε περισσότερο, με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περίσσια. Θα σ’ αγαπώ τόσο που δεν θα σε απαιτώ δικιά μου. Να είσαι μόνο καλά εσύ χωρίς να ψάχνομαι πόσο καλά είμαι εγώ από το καλά σου. Ούτε και γράμματα έχω ανάγκη να σου γράφω πια. Υπάρχω μόνο και σ’ αγαπώ κι αυτό το “σ’ αγαπώ” που δεν έχει ανάγκη καμία, ούτε καν για ανταπόδοση, θα πλημμυρίσει, θα γεμίσει με τον κυματισμό του τον κόσμο όλο, θα έρχεται και σε σένα κι εσύ θα μπορείς, όποτε θες να τ’ ακούς. Φτάνει να το θές. Τα γράμματα που σου γράφω τα κόβω εδώ. Με περιορίζουν, με μεθούν, γεμίζω παραισθήσεις κι απ’ την αυτοσυγκίνηση τραβάω λάθος δρόμους. Όλο για τον εαυτό μου καταλήγω να μιλώ και να χαϊδολογιέμαι. Να υπάρχω μονάχα, να σ’ αγαπώ μονάχα και να μην έχω λόγο κανένα να το δηλώνω. Ούτε την παρουσία μου να μη χρειάζεται να δηλώνω πια. Σ’ αγαπώ τόσο που το ξεχνώ, όπως ξεχνάμε τα αυτονόητα και τα φυσικά. Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε κρίνω και εντελώς σε αποδέχομαι. Γλίτωσα από το μαρτύριο να προσπαθώ συνεχώς να σε διορθώνω. Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε θέλω. Γιατί δεν θες παρά ότι σου λείπει κι εσύ πια δεν μου λείπεις αφού στης αγάπης τον τόπο δεν χωρά η απόσταση. Σ’ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι, είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι. Εσύ καλή μου, μου δίδαξες την καταστροφή του να σ’ αγαπώ λίγο. Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωισμός, να σε απαιτεί, να σε διεκδικεί. Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας και σε τίποτα δεν φυλακίζεται. Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό, και δεν το αφήνουν να περπατήσει.. Οι λέξεις είναι ξένα σώματα κι ενοχλούν. Μπορώ πια να σωπάσω.....»...........

Ο ξένος αυτός, όπως τον ονόμαζαν, χάθηκε μετά, εξαφανίστηκε. Μάλλον πνίγηκε, λένε οι χωριανοί, μιας και του άρεσε πολύ η θάλασσα και περνούσε πολλές ώρες κοντά της. Ο γιος του κουρέα όμως που ήταν μπροστά στη συζήτηση που γινόταν για την τύχη αυτού του ξένου, πετάγεται και λέει :

«Όχι, όχι, δεν πνίγηκε, εγώ τον είδα, ένα απόγευμα δυο εβδομάδες περίπου πριν. .. ήταν η ώρα που έπεφτε ο ήλιος... αυτός ήταν γυμνός με τις πλάτες του στο χωριό...όρθιος... περπατούσε.............πάνω στη θάλασσα σαν να ήταν μια στερεή επιφάνεια και τραβούσε μέσα της......................».......


Η Μοναξιά είναι από Χώμα : ή σε σκεπάζει, ή το καλλιεργείς ή το κάνεις πηλό και πλάθεις.....αυτή την εξήγηση έδωσαν κάποιοι...................και αν τελικά κάποιοι κατάφεραν να περπατήσουν πάνω στη δική τους θάλασσα να σαν είναι μια στερεή επιφάνεια, μπορούμε και εμείς ;;;;;;;;;;;;;;;;;


2 ΣΚΕΨΕΙΣ:

Unknown 11/11/09, 3:21 μ.μ.  

yperoxo!!!!

roseberry 17/12/09, 5:03 μ.μ.  

Έννοείται από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα. 'Οπως και Η ΚΡΑΤΑΙΑ ΑΓΑΠΗ και ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, της ίδιας.
Πρόσφατα εξέδωσε ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΜΟΙΧΕΙΑΣ. Ψήνομαι να το πάρω. χμμμμ...μόλις βρήκα τι θα πάρω μαζί μου στην επόμενη ΧΜΘ.
Με τα σταυρόλεξα βαρέθηκα. Άσε που ΟΛΟΙ σε κοιτάνε με λαχτάρα να τους ρωτήσεις την επόμενη λέξη με 4 γράμματα.

  © Blogger template 'Fly Away' by Ourblogtemplates.com 2008, mail@me

Back to TOP  

SYNC BLOGS
free website stats program